ζωογονεῖ

ζωογονεῖ
ζωογονέω
propagate
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ζωογονέω
propagate
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζῳογονεῖ — ζῳογονέω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ζῳογονέω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • εμψυχωτής — ο αυτός που εμπνέει θάρρος, εμψυχώνει, εγκαρδιώνει, ζωογονεί, αναπτερώνει το φρόνημα …   Dictionary of Greek

  • ζωογονώ — (AM ζωογονῶ, έω) [ζωογόνος] 1. παρέχω ζωή, εμψυχώνω, δίνω δύναμη, τονώνω, αναζωογονώ («ο ήλιος αναζωογονεί τη φύση») 2. ενθαρρύνω, τονώνω ηθικά ή ψυχικά νεοελλ. αποκτώ ζωή αρχ. 1. γεννώ ζωντανά πλάσματα, παράγω έμβια όντα («ἡ φύσις ζωογονεῑ»,… …   Dictionary of Greek

  • Ακουιτανία — I (Aquitaine). Περιοχή (41.309 τ. χλμ., 2.908.359 κάτ. το 1999) της νοτιοδυτικής Γαλλίας,που ορίζεται στα Ν από τα Πυρηναία, στα Β από τον Αρμορικανικό Ορεινό Όγκο, στα ΒΑ και Α από τον Κεντρικό Ορεινό Όγκο και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό. Το… …   Dictionary of Greek

  • εμψυχωτής — ο αυτός που εμψυχώνει, που ζωογονεί ή ενθαρρύνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζώπυρο — το 1. κομμάτι αναμμένου κάρβουνου χωμένο στη στάχτη για να χρησιμεύσει ως προσάναμμα, σπέρμα φωτιάς. 2. ό,τι ζωογονεί και εμψυχώνει: Τα ζώπυρα του ελληνισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχωτής — ο αυτός που εμψυχώνει, αυτός που ζωογονεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”